Οι εθισμοί μου.
Άκου το τελευταίο επεισόδιο του podcast:
Δεν έχω πρόβλημα να παραδεχτώ πως το φαγητό έχει καθορίσει σε τεράστιο βαθμό τη ζωή μου. Όχι ότι είχα όνειρο να γίνω σεφ, ή ότι με βασάνιζε η ανάμνηση μιας γεύσης από τη μαγειρική της πόντιας γιαγιάς μου.
Το θέμα μου με το φαγητό ήταν, απλώς, πως μου άρεσε πολύ - περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Με άλλα λόγια, ήμουν εθισμένος στο φαγητό. Κι αυτό, σαν παιδί δημοτικού, με έκανε χοντρό.
Αλλά πριν από αυτό, ήμουν εθισμένος με κάτι άλλο: την «ελευθερία».
Σαν μικρό παιδί, η ελευθερία ήταν κάτι που διεκδικούσα. Δεν έπαιρνα διαταγές από κανέναν. Η ζωή ήταν για μένα ένα τεράστιο παιχνίδι, με κανόνες που έβαζα εγώ, και η διαδικασία του να ζω ήταν μια συνεχής χαρά.
Το να είσαι ελεύθερο πνεύμα σαν μικρό παιδί, είναι αποδεκτό. Ο κόσμος θα σε λέει «ζωηρό», θα σε ανέχεται και θα συνεχίζει τη δουλειά του. Από μια ηλικία και μετά, όμως, απαιτεί πια να γίνεις σαν κι αυτόν: ένας μίζερος, τυποποιημένος άνθρωπος, που υπακούει στους κανόνες ηλιθίων.
Να το ξαναπώ: Το να είσαι εθισμένος στην ελευθερία, φέρνει συγκεκριμένες συνέπειες. Κι ένας τρόπος για να τις αντιμετωπίσεις, είναι να βρεις έναν άλλον εθισμό. Αυτός, για μένα, ήταν το φαί.
Το φαγητό δίνει μια ικανοποίηση πολύ πρωτόγονη. Σε αντίθεση με το τσιγάρο ή το αλκοόλ, το φαΐ είναι απαραίτητο για τη ζωή. Κι ενώ το τσιγάρο ή το αλκοόλ μπορεί να σου κάνουν ακόμη και καλό βραχυπρόσθεσμα (με το να σε κάνουν πιο χαλαρό ή πιο fun), το πολύ φαγητό απλώς σε παχαίνει.
Οπότε, καταλήγεις να τρως για να ξεφύγεις από την στεναχώρια σου, αλλά αυτό σε κάνει πιο χοντρό, που γίνεται λόγος για να νιώσεις πιο άσχημα. Γι’ αυτό και το φαγητό είναι ένας πολύ σκληρός εθισμός.
Αλλά γι' αυτό ήταν και μια πολύ σημαντική εμπειρία. Όσο έμενα μόνος μου, κουβαλώντας κάθε μορφή βάρους, είχα τον χρόνο να δω τι ήταν αυτά που οι υπόλοιποι θεωρούσαν σημαντικά, αλλά και κάθε πράγμα που θυσίαζαν για να γίνονται αποδεκτοί.
Τις στιγμές που έψαχνα τη χαρά μέσα στο ψυγείο ήμουν ένας ακόμη εθισμένος, αλλά όλες τις υπόλοιπες, ήμουν τουλάχιστον αληθινός.
Μέχρι που, κάπου στο γυμνάσιο, σταμάτησα να είμαι. Ίσως να έφταιγε η εφηβική ηλικία, μια από τις πρώτες φάσεις που το όργανο του εγκεφάλου μεγαλώνει, οπότε και αποφάσισα να κόψω τον πρώτο μου κακό εθισμό.
Είναι μαγικό να να βλέπεις τον εαυτό σου να αλλάζει έτσι. Και ήταν ακόμη πιο μαγικό, για μένα, όταν ήξερα πως όλες τις αλλαγές, τις είχα προξενήσει εγώ, πως είχα τον «έλεγχο».
Το να ξεπεράσεις το πάχος, είναι το να μάθεις να ζεις με ένα απερίγραπτο κενό μέσα σου. Να τρέχεις έναν μακρύ, πολεμικό μαραθώνιο, γεμάτο εμπόδια, με μεγαλύτερο αντίπαλο τον ίδιο σου τον εαυτό.
Και όταν πέρασα τον τερματισμό, είχα πια αλλάξει. Από παιδί είχα γίνει κάτι άλλο, από χοντρός έγινα ωραίος, κι από «ελεύθερος» είχα πια γίνει «κοινωνικός».
Ίσως να είναι προφανές, αλλά ένα κοινό των εθισμών, είναι ότι σε κάνουν να νιώθεις πολύ ωραία στο τώρα, αλλά μακροπρόθεσμα σου κάνουν κακό.
Ακόμη, πολλοί από τους εθισμούς, είναι πράγματα βασικά για τη ζωή. Το φαγητό ας πούμε είναι φαγητό. Η το να είσαι ελεύθερος: Μέχρι ένα σημείο πρέπει να είσαι, αλλιώς θα πεθάνεις από κατάθλιψη. Είναι πράγματα που πρέπει να τα έχεις στη ζωή σου, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Το αλκοόλ, όμως, δεν είναι απαραίτητο για τη ζωή. Δεν είναι καν λιπαρό ή πρωτεΐνη (είναι απλός, άχρηστος υδατάνθρακας). Πολύ εύκολα γίνεται τοξικό. Αλλά, ταυτόχρονα, βρίσκεται παντού γύρω μας. Σχεδόν οι πάντες πίνουν τακτικά και ακόμη και σε ένα άκρως πουριτανικό περιβάλλον, όπως η χριστιανική εκκλησία, βρίσκεται στο επίκεντρο του πιο σημαντικού της μυστηρίου.
Ή το τσιγάρο. Το έχουμε καταλάβει πια πως σκοτώνει, και αντί να σταματήσει να υπάρχει, ακόμη και με απαγορευμένες τις διαφημίσεις και τα πακέτα στολισμένα με φωτογραφίες καρκίνων, ο κόσμος συνεχίζει να καπνίζει.
Τι ήταν τότε αυτό, αναρωτιόμουν, που έκανε τους ανθρώπους να εθίζονται;
Λίγο καιρό μετά, στο πανεπιστήμιο, αγάπησα πολύ τους καπουτσίνο - συγκεκριμένα τους διπλούς.
Καφέ είχα αρχίσει να πίνω κάπου στο λύκειο, όταν μετά από το σχόλασμα καθόμασταν με την παρέα σε ένα καφέ στον πεζόδρομο του χωριού και παίρναμε «φραπέ γλυκό με γάλα». Ως φοιτητής, όμως, και σε μια μεγαλύτερη πόλη, είχα πρόσβαση σε κάτι πολύ καλύτερο: την κλασσικότερη παραλλαγή του espresso, διπλός καφές με μπόλικο αφρισμένο γάλα.
Στο καφέ που πήγαινα δίπλα από το σπίτι μου, με είχαν μάθει, και μαζί με τον βελούδινο διπλό καπουτσίνο, μου έφερναν και όσα ήθελα από τα γεμιστά μπισκοτάκια που έψηναν οι ίδιοι (ο ιδιοκτήτης είχε και φούρνο). Τον διπλό που αγάπησα, τον έφτιαχνε μια μπαργούμαν γύρω στα τριάντα, και μου τον έφερνε σε ένα τεράστιο φλυτζάνι, σαν γαβάθα. Αυτά τα πρωινά, με τον διπλό μου καπουτσίνο και τα μπισκότα, ένιωθα ευτυχισμένος.
Εκείνον τον καιρό, είχα και την πρώτη μου μεγάλη σχέση. Παρέα με εμένα έμαθε να πίνει καφέ, αφού όπως μου είχε πει «δεν συνήθιζε να βγαίνει κάθε μέρα». Έπαιρνε κι εκείνη τον διπλό της καπουτσίνο, και έκλεβε μερικά από τα μπισκότα μου.
Τι ήταν αυτό που με έκανε χαρούμενο εκείνες τις στιγμές;
Ήταν η υπέροχη γεύση του καλοφτιαγμένου καφέ; Ήταν το ζεστό συναίσθημα που ένιωθα όταν την κοίταζα στα μάτια - αυτό που λέγαμε «αγάπη»; Η ήταν το ότι στην νέα μου πόλη, μακριά από το καταθλιπτικό χωρίο, μπορούσα να είμαι ξανά ο εαυτός μου και να είμαι όπως παλιά, «ελεύθερος»;
Όταν έκανα αυτή τη σκέψη ανατρίχιασα. Όλα όσα με έκαναν χαρούμενο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ψεύτικοι, ξεπερασμένοι εθισμοί.
Ο καφές, σύμφωνα με αμέτρητες έρευνες σε έκανε να ζεις περισσότερο και ήταν γεμάτος αντιοξειδωτικά, αλλά παρέμενε μια εθιστική ουσία.
Η «αγάπη» που ένιωθα για εκείνη, δεν ήταν τίποτε παρά ένα κόλπο του ανθρώπινου οργανισμού για να με κάνει να δεσμευτώ και να διαιωνίσω το είδος. Τίποτε περισσότερο από έναν καλοστημένο εθισμό που πατούσε πάνω σε ορμόνες, χημικά και οξυτοκίνες
Και η «ελευθερία»; Πως μπορούσα να είμαι στ’ αλήθεια ελεύθερος, όταν κοιτούσα στον καθρέφτη και δεν μπορούσα πουθενά να δω το παιδί που ήμουν κάποτε; Σήμερα με ένοιαζε πως φαίνομαι, με ένοιαζε αν είμαι ωραίος, αν είχα μπόλικες παρέες κι αν τα πηγαίναμε καλά.
Ποιος ήταν αυτός ο καταραμένος εθισμός που με είχε κρύψει από τον ίδιο μου τον εαυτό;
Μπροστά σε αυτές τις σκέψεις, αποφάσισα να πάρω δραστικά μέτρα. Και πρώτα απ’ όλα, έκοψα την «αγάπη». Είχα ακόμη πράγματα που έπρεπε να ζήσω, και ο εθισμός μου σε αυτή δεν θα μου το επέτρεπε.
Προσπάθησα να την κόψω μαχαίρι, αλλά στην πραγματικότητα πήρε λίγο καιρό. Κι όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της στέρησης, ήταν σαν head-on τροχαίο με νταλίκα. Μια νταλίκα γεμάτη με πηχτό, μαύρο πόνο. Αλλά, δεν μπορούσα παρά να το υπομείνω. Αφού είχα αντέξει όταν ήμουν μικρό παιδί, τότε που κανείς δεν ήθελε να είναι μαζί μου, τότε μπορούσα να το αντέξω κι αυτό.
Μετά, αποφάσισα να κόψω και την «κοινωνικότητα». Από το να είμαι ψεύτικος, σκεφτόμουν, καλύτερα να μην είχα επαφή με κανέναν. Η τουλάχιστον, να είχα όσες λιγότερες μπορούσα. Όσο πιο μόνος, πίστευα, τόσο το καλύτερο.
Και με τον καιρό να περνάει, κατάλαβα πως ήμουν καλός σε κάτι ακόμη: στο να «υποφέρω». Κι έτσι, βρήκα τον καινούριο μου εθισμό.
Τον επόμενο καιρό, ή ας πούμε καλύτερα τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, δημιουργούσα απλώς τις συνθήκες για να νιώθω έτσι.
Όσο κι αν, επιφανειακά, η ζωή μου φαινόταν τέλεια, στην πραγματικότητα γέμιζα μια βόμβα με μπαρούτι : Ήταν η συνεχής ρουτίνα, σε μια πόλη που μου είχε δώσει όλα όσα μπορούσε - και κάτι παραπάνω. Ήταν που έβλεπα τον κόσμο να φεύγει - και μετά να ξανάρχεται, και να ξαναφεύγει. Και πάνω απ’ όλα, ένα πρόβλημα που δεν μπορούσε πια να κρυφτεί κάτω από το χαλί, ίσως ούτε κάτω από ολόκληρη έκθεση της Μοιραράκη: η κατάσταση με το Πανεπιστήμιο.
Εκεί, δόξα τω θεό, «υπέφερα» αρκετά. Και αυτό ήταν πολύ ικανοποιητικό για μένα.
Τίποτε δεν μπορούσε να με κάνει πιο χαρούμενο από το να κάνω τον ίδιο μου το εαυτό να υποφέρει. Επέλεγα να με τιμωρώ, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να κάνω γυμναστική μέχρι να αρρωστήσω, να τρέφομαι μόνο με μπρόκολα για να γίνω φέτες ή να αποφεύγω τις περιττές παρέες γιατί αποτελούσαν “δέσμευση” και να βγαίνω καθημερινά για καφέ μόνος μου.
Τουλάχιστον, όμως, είχα τον καφέ.
Αυτός ήταν πάντα εκεί, να μου δίνει τη μοναδική στιγμή χαράς μέσα στη μέρα. Νομίζω πως, σε εκείνο το σημείο, είχα πια παραδεχτεί πως ο καφές δεν ήταν εθισμός. Όχι, σίγουρα δεν ήταν. Στην τελική, δεν προξενούσε κανένα κακό. Ήταν μάλιστα και γεμάτος αντιοξειδωτικά και όσοι τον έπιναν ζούσαν περισσότερο.
Τι κακό μπορούσε να έχει μια ουσία που θα σου χάριζε ακόμη περισσότερο χρόνο για να αυτοτιμωρείσαι;
Και όταν η βόμβα έσκασε, για άλλη μια φορά το άντεξα. Ήμουν πια καλός σε αυτό. Τίποτε δεν μπορούσε να με αγγίξει. Ούτε καν η κατάθλιψη δεν ήταν αρκετός αντίπαλος για εμένα.
Τώρα πια, έβλεπα τα πράγματα λογικά. Δεν είχα κάνει λάθη: Όλα όσα είχα περάσει, ήταν απλά η διαδρομή προς μια καλύτερη κατανόηση των πραγμάτων. Ρουφώντας μια δυνατή γουλιά από τον φρέντο εσπρέσο, στο τότε στέκι μου, είχα ήδη πάρει την απόφαση να αντιμετωπίσω το πανεπιστήμιο κατάμουτρα.
Και, σιγά-σιγά, εθίστηκα στο «να διαβάζω». Ας το πούμε έτσι προς το παρόν, γιατί είχε να κάνει με μαθήματα.
Εκεί που χρωστούσα τα πάντα και δεν με αφορούσε καν, το ότι πέρασα την “Θεωρία Υπολογισμού” με 7,5 είχε γίνει λόγος χαράς.
Κοιμόμουν με το πρόγραμμα της επόμενης μέρας στον νου. Ξυπνούσα και περνούσα τη μέρα στο γραφείο μου λύνοντας μαθηματικά προβλήματα. Κάπου ενδιάμεσα, πήγαινα και για έναν καφέ, μόνος φυσικά, μέχρι που ακόμη κι αυτό είχε γίνει σπατάλη χρόνου, οπότε και αγόρασα καφετιέρα με κάψουλες.
Με τη φάση του πανεπιστημίου να τελειώνει, έφτασα στο σήμερα.
Από το χωριό είχα πάει στα Γιάννενα, και από εκεί, στο Βερολίνο. Με τον έναν η τον άλλον τρόπο, είχα κάνει το παιδικό μου όνειρο πραγματικότητα: Ζούσα σε μια μεγάλη πόλη του εξωτερικού, και δούλευα ακριβώς σε αυτό που ήθελα.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα, όταν μετακόμισα, ήταν να ψάξω τα καλύτερά καφέ τη πόλης.
Μέσα στα προηγούμενα χρόνια, είχα μάθει να πίνω τον καλύτερο καφέ, αυτό που λέμε τρίτου κύματος, φερμένος από συγκεκριμένες φάρμες της Κόστα Ρίκα και ψημένος αριστοτεχνικά, ακριβώς όσο πρέπει, ώστε να διατηρείται το φυσικό του γευστικό προφίλ.
Ναι, την είχα ψωνίσει με τον καφέ, αλλά στο Βερολίνο την είχαν ψωνίσει περισσότερο. Όλα τα καφέ στα οποία είχα πάει, ήταν το λιγότερο εκπληκτικά. Σε αυτή την πόλη, τουλάχιστον, ο καφές θα μπορούσε να με κάνει χαρούμενο.
Και για τους επόμενους μήνες δούλευα για το όνειρό μου.
Στην αρχή υπήρχε η ένταση της χαράς του ξεκινήματος και μετά από κάποιον καιρό η κούραση της προσπάθειας. Έκανα πραγματικά αυτό που αγαπούσα, αλλά κουβαλούσα και από το πανεπιστήμιο την νοοτροπία του «να δουλεύω σκληρά». Γι’ αυτό μπορούσα να ξυπνάω, να πίνω τον καφέ μου και μετά να δουλεύω ασταμάτητα μέχρι τα ξημερώματα.
Μόνο έναν καλό καφέ χρειαζόμουν και όλα τα υπόλοιπα μπορούσα να τα έχω «υπό έλεγχο».
Το φαγητό, ας πούμε, το είχα. Μαγείρευα κάθε μέρα στο σπίτι, πράγματα υγιεινά και ελαφριά. Τα σούπερ μάρκετ στη Γερμανία είναι φθηνά, οπότε το έπαιζα και οικονόμος. Αλκοόλ δεν έπινα σχεδόν καθόλου. Και να το ήθελα, δηλαδή, δεν είχα χρόνο για να βγω τα βράδια. Αλλά ουδέν κακό αμιγές καλού.
Η ζωή μου ήταν πια σε μια τάξη.
Είχα κάνει πια σωστές επιλογές, και είχα πια μάθει να δουλεύω γι’ αυτές. Με όλα όσα είχα περάσει, από παιδί ως τώρα, είχα, ως έναν βαθμό, σκληραγωγηθεί. Τώρα, ότι έβαζα στο μυαλό μου, μπορούσα απλά να το κάνω πράξη. Αρκεί, αυτό το οποιοδήποτε πράγμα, να αποτελούνταν από απλά, συγκεκριμένα βήματα.
Είχα πια εθιστεί, με τη «λογική».
Λίγες μέρες πριν φύγω από το Βερολίνο για καλοκαίρι, περπατούσα με τον συνέταιρο στους δρόμους του Friedrichshain. Λέγαμε για το πως όλα πήγαιναν τέλεια, σύμφωνα με τους στόχους. Αλλά, ακόμη κι έτσι, μέσα μου ένιωθα πως κάτι δεν μου άρεσε.
«Είναι τέλη Ιουλίου» του είπα, «αλλά εδώ ακόμη κάνει κρύο».
«Λίγες μέρες ακόμη και γυρνάμε» είπε.
«Ναι, αλλά όλες αυτές οι μέρες που πέρασαν; Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος; Αυτό το καλοκαίρι χάθηκε και θα το ζήσω ποτέ ξανά. Πόσα καλοκαίρια ακόμη έχει η ζωή μου;»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Δεν ξέρω. Ίσως θέλω να βγω. Να περάσω καλά όπως παλιά. Να φάω φαγητό χωρίς να το σκέφτομαι. Ή να πιω ποτό. Σκέψου, κοκτέιλ στο beach bar. Μοχίτο, παραλίες. Μπύρες. Να αράξω στην παραλία και να σουρουπώνει. Να κάνω ντουζ με το μαγιώ για να φύγει το αλάτι. Να βγω με παρέες και να μιλήσω για πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με τη δουλειά. Να βγω με ανθρώπους καινούριους, περίεργους, χαζούς ή έξυπνους, και να μη με ενδιαφέρει. Να κάτσω και να μην κάνω τίποτα, να μη με νοιάζει τίποτα. Να ερωτευτώ, να περάσω καλά και να περπατήσω στη Θεσσαλονίκη.»
Λίγο μετά, περάσαμε μπροστά από ένα καφέ, που εκείνη την ώρα ήταν κλειστό. Στο μυαλό μου ήρθε η γήινη μυρωδιά ενός καλοφτιαγμένου flat-white, η υπέροχη αίσθηση που έχει η πρώτη γουλιά ενός καλού καφέ, λίγο μετά το ξύπνημα. Χωρίς να το θέλω, στο μυαλό μου ήδη έπαιζε η εικόνα της αυριανής μέρας, που θα έπινα τον δικό μου flat-white.
«Τους εθισμούς μου θέλω» είπα. «Τους εθισμούς μου».
Γύρω μου περπατούσε κόσμος. Στα αριστερά μου απλωνόταν η θάλασσα, φωτισμένη σχεδόν παράλληλα από το πορτοκαλί φως του ήλιου που έδυε. Στο βάθος, μπορούσα να δω τις ομπρέλες της Νέας Παραλίας και λίγο πιο πέρα τον Λευκό Πύργο.
Σε λίγες μέρες θα επέστρεφα στο Βερολίνο. Λίγες μέρες ακόμη και θα άφηνα ξανά πίσω μου την Ελλάδα και τα ζεστά απογεύματα.
Τις τελευταίες δέκα μέρες δεν είχα πιει καφέ. Σε μια απότομη απόφαση, είχα παραδεχτεί πως δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένας εθισμός, και είχα αποφασίσει να τον κόψω.
Μπορούσα να κόψω έναν εθισμό, όπως το είχα κάνει πολλές ακόμη φορές. Έτσι, το έκανα ακόμη μια.
Σήμερα, το αίσθημα του κενού από την έλλειψη είχε πια χαθεί και έτσι είχα ένα πράγμα λιγότερο στο κεφάλι μου. Και, πως να το πω, κατά κάποιον τρόπο αισθανόμουν, λίγο πιο «ελεύθερος».
Συνέχισα προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τη μεριά του μεγάρου. Λίγη ώρα μετά, ο ήλιος είχε πια χαθεί και ο αέρας δρόσισε. Περπατώντας ανάμεσα στον κόσμο της πόλης, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους αγνώστους, αναρωτιόμουν ένα πράγμα:
Κι αν ξεφλούδιζα τους εθισμούς μου, κι αν καθάριζα απ' όλα όσα με έκαναν αυτό που είμαι, τι στο διάολο θα έμενε στο τέλος;