Είμαι περιοδικόφιλος. Από το δημοτικό, ακόμη, βαρούσα ετήσιες συνδρομές στο CHIP (περιοδικό τεχνολογίας της εποχής, για όσους θυμούνται) και αργότερα (σχεδόν) δημιούργησα φιλία με τον περιπτερά λόγω του PC Magazine.
Και φυσικά σε γιατρούς, οδοντιάτρους, ήμουν ο μόνος που γούσταρε να περιμένει στο δωματιάκι με τους άνετους καναπέδες και τα περιοδικά. Ήταν σχεδόν παράδεισος για εμένα, με χειρότερο συναίσθημα όταν με φώναζε ο γιατρός ενώ βρισκόμουν στα μισά ενός καλού άρθρου.
Περνώντας την έντονη φάση με τα περιοδικά τεχνολογίας (όταν δηλαδή κατέληξα να λέω: «Θα μπορούσα να γράψω κάθε άρθρο καλύτερα απ’ αυτούς..») συνέχισα σιγά-σιγά στον κόσμο των αντρικών περιοδικών.
Ξεκίνησα με το Men’s Health. Ξέρετε, το Men’s Health (μαζί με το αντίστοιχο για τις γυναίκες Cosmopolitan) είναι το πρώτο περιοδικό σε πωλήσεις παγκοσμίως. Αρκεί, όμως, να το αγοράσεις μερικές φορές για να καταλάβεις το μυστικό της επιτυχίας του.
Κάθε Men’s Health λέει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Τα ίδια. Μπορείς απλά να τυπώνεις το τελευταίο εξώφυλλο κάθε μήνα και να το κολλάς πάνω στο παλιό σου τεύχος. Συγχαρητήρια, απέκτησες το καινούριο Men’s Health χωρίς να πληρώσεις φράγκο.
Άκου το τελευταίο επεισόδιο του podcast "Σε Κουτάκια":
|
Παρατηρήστε το copywriting: Καταφατικές προτάσεις που σε κάνουν να θέλεις να το διαβάσεις. «Δείξε ακόμη καλύτερος!» «Χτίσε μυς από πέτρα!» Ουάου!!! Πρέπει να προσφέρει πολλή γνώση!! |
Πάμε τώρα στο στυλιστικό κομμάτι του Men’s Health. Αν πρέπει να αγοράσω περιοδικό για να μάθω να συνδυάζω ένα ξεβαμμένο τζιν με μια κόκκινη μπλούζα με στάμπα, τότε έχω βασικότερα θέματα να λύσω. |
Όταν βγαίνω με τον κολλητό μου αναμνηστικές φωτογραφίες, είμαστε πολύ καλύτερα ντυμένοι από αυτό το feature του Men’s Health. |
Εντάξει… Εδώ πια δεν έχω λόγια… |
Γιατί δεν μπορείς να πεις κάτι καινούριο για το «Πως να γίνεις φέτες αυτό το καλοκαίρι» ή «Κάνε την να σε θέλει τώρα!» όταν μιλάς για αυτό το θέμα σε κάθε τεύχος, εδώ και δέκα χρόνια.
Το Men’s Health είναι όμως ένα απίστευτο μάθημα στο copywriting, στο πως δηλαδή να γράφεις απίθανους τίτλους που μαγεύουν τους αναγνώστες. Γι’ αυτό πουλάει το Men’s Health: Γιατί κάθε φορά, βλέποντας το εξώφυλλο, νομίζεις ότι θα μάθεις κάτι καινούριο, ότι θα βρεις επιτέλους τον τρόπο για να την κάνεις να σε θέλει τρελά και για να γίνεις φέτες το καλοκαίρι.
Ένα περιοδικό πρέπει να είναι τέχνη. Δεν μιλάω για το “Hello” ή οποιοδήποτε άλλο έχει σκοπό να σου κάψει τα εγκεφαλικά κύτταρα – ένα, όμως, που απευθύνεται σε άντρες πρέπει να έχει βάθος.
Αργότερα, αφού σταμάτησα να πετάω τα λεφτά μου στο ίδιο τεύχος Men’s Health, προχώρησα στο επόμενο λογικό βήμα: Esquire. Αυτό το περιοδικό έχει target group έναν νέο άντρα που αρχίζει να ενδιαφέρεται για το ντύσιμό του και έχει λίγο περισσότερο μυαλό από τον αναγνώστη του Men’s Health. Πέτυχε διάνα, δηλαδή, εμένα ακριβώς μετά το λύκειο.
Και δεν ήταν άσχημο περιοδικό, για τότε: Είχε μερικά καλούτσικα αρθράκια, σε έβαζε σε έναν καλό δρόμο για το θέμα του ντυσίματος (σίγουρα πολύ καλύτερο από τα features-εκτρώματα του Men’s Health) και συνέχιζε να είναι σχετικά ελαφρύ σαν ύφος.
Ανέμπνευστο εξώφυλλο. |
Το Esquire μπορεί να είχε κάποια ανθρώπινα αρθράκια, αλλά κάτι παπαριές σαν αυτά τα ανούσια κουίζ το χαλούσαν. |
Μια από τα ίδια: Σχετικά (όχι πάντα όμως) καλές επιλογές (του Αμερικάνικου Esquire φυσικά…) αλλά όχι κάτι που δεν θα μπορούσα να σκεφτώ μόνος μου. |
Αλλά κι εκεί, μετά από αρκετά χρήματα σπαταλημένα στα τεύχη του, αρχίζεις να βλέπεις το περιοδικό να επαναλαμβάνεται. Αρχίζεις να σπάζεσαι που τα περισσότερα άρθρα είναι απλά μεταφράσεις της αγγλικής έκδοσης: Πρωτοτυπία μηδέν, original περιεχόμενο, ελάχιστο. Και τα ρούχα, ok, σε μερικές πετυχημένες φωτογραφήσεις κάτι γινόταν, αλλά πολύ συχνότερα παρατηρούσα έναν φόβο για πειραματισμό, ένα κόλλημα σε πράγματα που δεν πρόκειται να φορέσει κανείς στην πραγματικότητα (π.χ. πανάκριβα ρολόγια) και, όσο πλησίαζε η εποχή της οικονομικής κρίσης, την ποιότητα του κάθε τεύχους να πέφτει όλο και περισσότερο.
Το συγκεκριμένο περιοδικό έφτασε και σε σημείο να κλείσει, αλλάζοντας τελικά εκδοτική εταιρία.
Τα Ελληνικά περιοδικά όχι μόνο έριξαν το επίπεδό τους τα τελευταία χρόνια, αλλά κι εγώ μεγάλωσα και άρχισα να ζητάω κάτι καλύτερο. Και το να δώσω 5 ευρώ για κάτι που θα μου κρατήσει το πολύ δύο ώρες και, ουσιαστικά, δεν θα μου μάθει τίποτα καινούριο, όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω.
Ειδικά στην εποχή του iPad, όπου μπορούσα με το Flipboard να έχω κάθε στιγμή ένα εντελώς προσωποποιημένο περιοδικό με τα τελευταία νέα και άρθρα, το να αγοράσω ένα περιοδικό σαβούρα δεν άνηκε στα νηφάλια σχέδιά μου.
Στα εφηβικά χρόνια της αρχικής πώρωσής μου με τα περιοδικά, όμως, υπήρχε κι ένα φωτεινό σημείο που είχα ψιλο-ξεχάσει: ο ξένος τύπος.
Γιατί, μπορεί να είχα στοίβες ολόκληρες με το PC Magazine (πραγματικά, έφταναν 1.5 μέτρο μαζί με το CHIP) αλλά το ένα ξένο περιοδικό που μου είχε φέρει ο πατέρας μου από την Αμερική (ένα τεύχος του μουσικού περιοδικού Blender) το είχα διαβάζει τουλάχιστον είκοσι φορές και το κρατούσα σε μια ξεχωριστή, περίοπτη θέση.
Πέραν του ότι ήταν πολύ πιο προσεγμένο από οτιδήποτε Ελληνικό, ήταν κάτι το διαφορετικό. Η αίσθηση της ξένης γλώσσας τυπωμένης στο χαρτί, η διαφορετική κουλτούρα που έβλεπα, ήταν κάτι το εξωτικό, κάτι ενδιαφέρον. Αλλά, ξένος τύπος όχι μόνο δεν υπήρχε στην μικρή κωμόπολή μου, αλλά ήταν και ακριβός, γύρω στα 10 € το τεύχος. Οπότε, αρκούμουν στην Ελληνική σαβούρα.
Σαν φοιτητής στα Γιάννενα, όμως, και με το καινούριο μου ενδιαφέρον για το αντρικό ντύσιμο έπρεπε να δοκιμάσω την τύχη μου στο κοντινότερο ξενο-τυπάδικο. «10 € το τεύχος; Δεν με νοιάζει. Αν είναι να το διαβάσω πέντε φορές περισσότερο από ένα Ελληνικό περιοδικό που κάνει 4 €, τότε αξίζει τα λεφτά του…»
Και είχα δίκιο. Ξεκίνησα από το British GQ, το οποίο είναι κρατάει μια καλή ισορροπία μεταξύ στυλιστικών tips και γενικού ενδιαφέροντος άρθρων, με τουλάχιστον μια ελαφριά ντυμένη γυναίκα στο κέντρο του κάθε τεύχους.
Το πλήρωνα 10 €; Ναι.
Το διάβαζα, όμως, κατά τη διάρκεια τριών ημερών; Ναι.
Μου μάθαινε πράγματα για το αντρικό ντύσιμο; Ναι.
…και φυσικά οι διαφημίσεις των μεγαλύτερων menswear εταιριών, που αποτελούν το 30% του τεύχους με κρατούσαν ενήμερο για τις τελευταίες τάσεις.
Μα ακόμη και την Adriana Lima να είχα γκόμενα, κάποια στιγμή θα τη βαριόμουν.
Ο τύπος που αρκούνταν στο ελληνικό Men’s Health, κατέληξε να βαρεθεί το GQ. Καθόλου παράλογο, αφού ξανοιγόμενος στο θέμα menswear βρήκα online ακόμη καλύτερες πηγές και, φυσικά, από φωτογραφικό inspiration κανένα GQ δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί το Tumblr. Και, στην τελική, το GQ είχε site όπου έβαζε πολύ από το περιεχόμενό του – γιατί να το πληρώσω κι από πάνω;
Οπότε και καταλήγω στην σημερινή μου φάση με τα περιοδικά. Απλώς δεν αγοράζω περιοδικά.
Το Flipboard μου είναι αρκετό, ή ακόμη και σε ένα καφέ διαβάζω κάποιο βιβλίο στο Kindle. Ένα βιβλίο έχει πολλά περισσότερα να μου πει από το μέσο περιοδικό. Αν πετύχω σε ένα τραπέζι δίπλα μου κάποιο περιοδικό θα του ρίξω σίγουρα μια ματιά, αλλά έχω απογοητευτεί τόσες φορές προσπαθώντας να βρω κάτι ενδιαφέρον που προτιμώ να κοιτάζω το ταβάνι και να μετράω τα βαθουλώματα.
Εκτός, όμως, από μια μικρή εξαίρεση, την μικρή σπατάλη που κάνω ανά δίμηνο. Γιατί υπάρχουν υπέροχα περιοδικά.
Στο πρατήριο ξένου τύπου έχει κάτι απίθανα για τις τέχνες, κάτι ψαγμένα, τυπωμένα σε βαρύ χαρτί, που όμως κάνουν 15 €. Όχι, δεν το πάω τόσο μακριά. Πληρώνω όμως 10 € για το L’Uomo Vogue, την Ιταλική ανδρική Vogue.
Το L’Uomo είναι μια πολύ περιποιημένη έκδοση που συνδυάζει εκλεπτυσμένες φωτογραφήσεις μόδας μαζί με ένα κεντρικό άρθρο σε κάθε τεύχος το οποίο αναλύει εξονυχιστικά, παρουσιάζοντας προσωπικότητες που δεν ήξερα ούτε κατά διάνοια.
Δύο τεύχη του L’Uomo Vogue, το κάθε ένα να μιλάει για έναν διαφορετικό κόσμο. Μοναδικός κοινός παράγοντας, το υψηλό επίπεδο παραγωγής. |
Κάθε προσωπικότητα, όσο μικρός κι αν είναι ο ρόλος της στο περιοδικό, συμμετέχει σε μια περιποιημένη φωτογράφηση. |
Κάθε σελίδα και μια μικρή παρουσίαση ενός ανθρώπου, μαζί με τουλάχιστον μια Vogue-φωτογραφία του. |
Ένα από τα τεύχη του είχε θέμα την Κίνα. Έμαθα για κάθε ανερχόμενο Κινέζο καλλιτέχνη. Στο τεύχος για την Αφρική είδα την νέα Αφρικάνικη κουλτούρα, μαζί και με τους Αφρικανούς σχεδιαστές μόδας. Προσοχή στη λεπτομέρεια, απίστευτες φωτογραφήσεις, σοβαρά κείμενα. Όλο το περιοδικό φανερώνει τη δουλειά που έχει πέσει πάνω του, γι’ αυτό κι εγώ το πληρώνω 10 € και το απολαμβάνω με τις ώρες, αναλύοντας το λίγο-λίγο, όχι ξεφυλλίζοντας.
Ακόμη κι ένα απλό ένθετο του L’Uomo, όπως αυτός ο εποχιακός Fashion Guide, είναι πιο πλήρης και καλοφτιαγμένος από άλλα ολόκληρα περιοδικά. Κι όμως, εδώ είναι απλά ένα ταπεινό ένθετο. |
…σκηνές από το ταπεινό ένθετο. |
Αυτό το ένθετο διαφημιστικό για το μαλλί merino, από την Woolmark σε συνεργασία με μερικούς μεγάλους σχεδιαστές ρούχων, ήταν από μόνο του ένα έργο τέχνης, τυπωμένο σε βαρύ χαρτί. |
Αν δεν ξέρει κανείς Ιταλικά υπάρχει προφανώς ένα πρόβλημα, αν και τα περισσότερα άρθρα έχουν μετάφραση στα Αγγλικά στις τελευταίες σελίδες – μα οι εικόνες μιλάνε ακόμη και σε όσους δεν θέλουν να διαβάσουν.
Το πιο πρόσφατο τεύχος. |
Και μια μικρή ένδειξη του μεγέθους της ύλης του. |
Οπότε, το L’Uomo το προτείνω σίγουρα. Αλλά προτείνω και μια βόλτα σε ένα πρατήριο ξένου τύπου, για να ξεφυλλίσει κανείς αυτή τη διαφορετική μαγεία ενός ξένου τεύχους, να δει από κοντά την ποιότητα κάποιων ξένων εκδόσεων και την προσοχή που δίνουν στην λεπτομέρεια, στο design τους. Και αν κάποιο τον τραβήξει, να το πάρει σπίτι του.
Γιατί μπορεί το περισσότερα Ελληνικά μου περιοδικά να κάνουν παρέα στους γλάρους της χωματερής, αλλά μερικά από τα καλά, ξένα περιοδικά που έχω αγοράσει, στέκονται στη βιβλιοθήκη μου, δίπλα σε κλασσικά βιβλία.
Βλέπε πάνω δεξιά. |
Καλό το Flipboard και τα blogs, αλλά το χαρτί έχει άλλη μαγεία.
I totally understand your frustration