Αυτή η μικρή ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο καλοκαιρινό τεύχος (2013) του iq magazine.
Καθόμουν στο πιο απομακρυσμένο σημείο της παραλίας και το beach bar ίσα που φαινόταν πίσω από τα βραχάκια. Από μακριά ακούγονταν μουσικές μπλεγμένες με φωνές και γέλια. Ένιωθα μια δυνατή ανάγκη να μείνω μόνος. Έπρεπε να ηρεμήσω και να σκεφτώ όλα όσα είχαν συμβεί την τελευταία εβδομάδα.
Δύο μέρες πριν, στο ίδιο σημείο, ο Βασίλης ζητούσε μια απάντηση στο ερώτημα που θα καθόριζε το υπόλοιπο καλοκαίρι μας: «Να σκεφτεί λογικά ή να ακούσει την καρδιά του;» Γιατί εκείνη είχε μπει πολύ απότομα στο καλοκαίρι μας – και ήταν εξίσου απρόσμενο να ταιριάζουμε τόσο με μια κοπέλα, που παραλίγο θα την θεωρούσαμε πιο τρελή κι από εμάς.
Αυτή η εποχή δεν θέλει και πολύ για να σε αναστατώσει συναισθηματικά – ειδικά δύο τύπους υπό την επήρεια του ήλιου. Το να ερωτευτείς στις αμμουδιές, με το μαλλί καμένο από τα αλάτια, είναι εύκολο – πόσο μάλλον όταν μαζί της βρίσκεις μια σπάνια επικοινωνία, όταν γίνεται μέλος του κλειστού κύκλου που είχες φτιάξει για σένα και τον κολλητό σου. Η αλήθεια είναι πως τον καταλάβαινα. Καταλάβαινα γιατί φοβόταν. Ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό.
Και ποιος ήμουν για να τον εμποδίσω, όταν ο ίδιος κουβαλούσα πλάι μου έναν δεσμευτικό σύντροφο, το φάντασμα της παλιάς μου σχέσης; Ο Βασίλης, τουλάχιστον, ζούσε κάτι χειροπιαστό: Εκείνη, κι ένα καλοκαίρι που από την αρχή ξεπερνούσε κάθε προσδοκία.
Η μεγάλη ερώτησή του, φυσικά, δεν απευθυνόταν μόνο σε εμένα. Ρωτούσε και τον εαυτό του. Τον συμβούλεψα να ακούσει την καρδιά του. Κι αν κάτι πήγαινε στραβά, εγώ θα ήμουν εκεί, να κλαίμε (και να γελάμε) μαζί.
Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που αγάπησα στη θάλασσα – γενικά από όταν αγάπησα. Λένε πως ένα πετυχημένο ταξίδι δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται, γιατί μπορεί τη δεύτερη φορά να σε απογοητεύσει η προσδοκία.
Ίσως γι’ αυτό να κοιτούσα το κύμα, έχοντας στον νου μου το χαμόγελό της, με φόντο την ανάμνηση μιας πεντακάθαρης, πανοραμικής, Κερκυραϊκής παραλίας. Φορούσε εκείνο το “καφτάνι” (την κορόιδευα γι’ αυτήν την λέξη) που σήκωνε ο αέρας πριν με φιλήσει.
Μου παραπονιόταν τότε ότι δεν έμπαινα στη θάλασσα μαζί της για «αγκαλίτσες». Σήμερα, σε σχετικά ρηχά νερά, ο Βασίλης κρατούσε αγκαλιά τον δικό του έρωτα. Έπαιζαν με το νερό και γελούσαν. Χαμογέλασα κι εγώ. Είχε δίκιο εκείνη, δεν καθόμουν πολύ ώρα στη θάλασσα μαζί της – αλλά εκείνος ήταν κάποιος άλλος Αλέξης. Εγώ, αυτή τη στιγμή, ζήλευα.
Ένα φάντασμα δεν μπορείς να το χωρίσεις. Ένα φάντασμα σε ακολουθεί, σαν ένα βαρύ ντουλάπι δεμένο στο πόδι σου – και αυτό φαίνεται. Ωωω, φαίνεται ξεκάθαρα στο μάτι κάθε υποψήφιου καλοκαιρινού έρωτα. Είσαι ο τύπος με το φάντασμα, πάει και τελείωσε, όσο κι αν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου φωνάζοντας: «Θέλω να ερωτευτώ!»
Αλλά το καλοκαίρι είναι ένας άλλος κόσμος, με νόμους διαφορετικούς. Κι όταν τελειώσει, θα πρέπει να αλλάξεις κι εσύ. Αλλιώς, θα είναι σαν να μένεις μέχρι το Πάσχα με τη στολή του καρναβαλιού.
Έτσι, κι εμείς ξεχαστήκαμε, και ο Σεπτέμβριος μας βρήκε ταπεινά αφελείς, δυο άντρες καρναβάλια: Τον Βασίλη να περπατάει μόνος, νύχτα στον Λευκό Πύργο, ψάχνοντας να βρει που χάθηκε ο έρωτας, κι εμένα σε ένα μαγαζί της Προξένου Κορομηλά, να πίνω καφέ με “την αγάπη μου”. Στο τέλος του Αυγούστου δεν άντεξα και της έγραψα σε ένα email πως: «Ότι όμορφο και γλυκό βλέπω, μου θυμίζει εσένα».
Συμφώνησε να βρεθούμε, και τώρα, έναν μήνα αργότερα, της εξηγούσα με βουρκωμένα μάτια όλα όσα δεν λέγονταν με λόγια. Ήταν όμως πια Σεπτέμβριος και απέναντι μου είχα κάποια άγνωστη, κάποια που δεν με γνώριζε τελικά. Γιατί έκλαιγα μπροστά σε αυτή την κοπέλα; Γιατί της έλεγα «σ’ αγαπώ»;
Και τότε θυμήθηκα τον καλοκαιρινό μου έρωτα, εκείνο το φάντασμα που μου έκανε παρέα στις μοναχικές μου στιγμές δίπλα στο κύμα και που με φιλούσε γλυκά λίγο πριν χαθώ τα βράδια στα όνειρά μου. Το φάντασμα με είχε πια χωρίσει – κι εγώ σήμερα μιλούσα για την ψυχή μου σε μια άγνωστη. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
«Δεν με νοιάζει αν δεν πηδιόμαστε. Δεν με νοιάζει καν αν μιλάμε», μου εξηγούσε ο Βασίλης. «Θέλω μόνο να ξέρω ότι ήμουν κάτι σημαντικό για εκείνη. Ότι με θεωρεί κάτι το ξεχωριστό…»
«Είσαι εγωιστής» του είπα, «αλλά μην ανησυχείς. Ήσουν κάτι τόσο ξεχωριστό για εκείνη που δεν μπορεί καν να το παραδεχτεί τώρα». Στην τελική, ήταν ένας καλοκαιρινός έρωτας. Μια πεταλούδα ζει το πολύ για δέκα μέρες. Αυτό δεν την κάνει λιγότερο όμορφη, λιγότερο μαγευτική.
«Το επόμενο καλοκαίρι δεν θα κάνουμε ξανά το ίδιο λάθος!» μου είπε.
«Ναι» του απάντησα, «του χρόνου κάθε μέρα θα πηγαίνουμε με άλλες! Όχι δέσμευση φίλε! Είμαστε 23 χρονών!» Γελάσαμε και δώσαμε τα χέρια. Για κάποιον λόγο ήθελα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, να λέω το μεγαλύτερο ψέμα και να γελάω κι από πάνω. Στην τελική, τι είχα να χάσω; Καλύτερα να με κοροϊδεύω ο ίδιος.
Και ο χειμώνας πέρασε. Ο καλοκαιρινός έρωτας του Βασίλη έχει σχέση. Η κοπέλα που με έβλεπε να κλαίω σε ένα καφέ της Προξένου, αγαπάει κάποιον άλλον. Ο Αλέξης που δεν έμπαινε στη θάλασσα για αγκαλιές δεν υπάρχει πια και δυο άντρες πληγωμένοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις καρδιές τους με το γέλιο. Ίσως κάποιοι νέοι έρωτες, που ακόμη δεν γνωρίζω, να περιμένουν το καλοκαίρι για να μπουν στη ζωή μας.
Ίσως, όμως, και κάπου, σε μια έρημη παραλία, να κάθεται το παλιό μου φάντασμα μονάχο, ακούγοντας από μακριά τις μουσικές και τα γέλια ενός ξεχασμένου beach bar.
Comment: