Όταν μετακόμισα στο Βερολίνο, ήρθε μπροστά μου, μετά από καιρό, το θέμα των Ξένων Γλωσσών. Αλλά ήρθε κάπως περίεργα, γιατί αυτή η πόλη μπορεί να είναι Γερμανική, αλλά σε πολλά πράγματα δεν έχει καμία σχέση με τη χώρα.
Και η γλώσσα είναι ένα από αυτά.
Εδώ, εάν δεν το απαιτεί η δουλειά σου, μπορείς να τα βγάζεις πέρα μιλώντας μόνο Αγγλικά. Αυτό δεν το λέω εγώ: Γνωρίζω κόσμο που ζει εδώ χρόνια και δεν ξέρει ούτε λέξη Γερμανικά.
Τι σήμαινε αυτό για μένα; Ότι το να μάθω Γερμανικά, εξαρτώταν μονάχα από τη δική μου θέληση και προσπάθεια.
Μέσα σε όλους αυτούς του μήνες, λοιπόν, ανέλυσα το πότε πραγματικά βελτιωνόμουν και πότε απλά λούφαρα.
Και μαζί με όσα ήξερα από την επαφή μου με άλλες γλώσσες, κατέληξα σε 10 λάθη που απλά μας εμποδίζουν να γίνουμε καλύτεροι. Με άλλα λόγια, 9+1 τρόπους για να ΜΗΝ μάθεις μια Ξένη Γλώσσα.
Λάθος 1: Πήγαινε φροντιστήριο για πολύ καιρό.
Το πρώτο φροντιστήριο που έκανα ποτέ, ήταν κάπου στο δημοτικό (μιλάμε για 90s). Τότε, ο πατέρας μου με έστειλε να μάθω Γαλλικά. Η εποχή ήταν οριακά πριν τα Αγγλικά γίνουν μεγάλη μόδα και πριν την πτυχιολατρεία με τα Lower και τα Προφιτερ.. Προφίσιενσι.
Αλλά, ακριβώς γιατί δεν κυνηγούσαμε τα πτυχία, η παρουσία μου στις τάξεις των Γαλλικών κράτησε πολύ. Σε κάποια φάση, ήταν απλά μια ρουτίνα, σαν να πηγαίνω σχολείο. Κάποιες φορές την εβδομάδα, απλώς είχα Γαλλικά. Τώρα, το πόσα Γαλλικά ήξερα, ήταν μια άλλη ιστορία.
Όχι πως δεν ήξερα καθόλου. Αλλά, το ότι Αγγλικά ξεκίνησα στο τέλος του δημοτικού και μέχρι να πάω δευτέρα γυμνασίου είχα το Proficiency, ενώ στα Γαλλικά κάπου τότε είχα αρχίσει να παλεύω με το (σε πέντε κομμάτια) Delf, έδειχνε πως η ικανότητά μου ήταν δυσανάλογη, σε σχέση με τον χρόνο που έτρωγα στο φροντιστήριο.
Τώρα που μεγάλωσα, κατάλαβα τι είχε συμβεί.
Η δουλειά των καθηγητών γλωσσών δεν είναι ακριβώς το να σου μάθουν μια ξένη γλώσσα. Αυτό είναι απλά μια παρενέργεια της δουλειάς τους. Θέλω να πω, δεν βγάζουν το ψωμί τους, όταν εσύ μιλήσεις τέλεια μια γλώσσα.
Το αντίθετο: Βγάζουν λεφτά μονάχα όσο εσύ τους πληρώνεις για να σου κάνουν μαθήματα. Άρα, όσο πιο πολύ καιρό καθίσεις μαζί τους, τόσο πιο πολλά θα βγάλουν.
Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού οι περισσότερες δουλειές έχουν κάτι τέτοια χριστιανικώς-ανήθικα business model.
Σαν “καταναλωτής”, όμως, καταλαβαίνω πια ως που είναι χρήσιμο ένα φροντιστήριο. Για μια γλώσσα που δεν ξέρεις καθόλου, το φροντιστήριο είναι 100% χρήσιμο για το πρώτο εξάμηνο και 50% για το επόμενο. Μετά τον πρώτο χρόνο, απλώς σπαταλάς τα λεφτά σου – και μιλάω για σχετικά ταχύρυθμα μαθήματα.
Για οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή γλώσσα, ένας χρόνος μαθημάτων είναι υπερ-αρκετός για να μάθεις πολύ καλά τους κανόνες της γραμματικής και ένα βασικό λεξιλόγιο για να τους εφαρμόσεις.
Από εκεί και πέρα, τη γλώσσα μπορείς να τη μάθεις μόνος σου. Αλλά, γι’ αυτό θα μιλήσω στα επόμενα points.
Λάθος 2: Βλέπε μόνο ταινίες με υπότιτλους.
Τις ζωές μας εμείς τις κάνουμε δύσκολες. Παραδείγματος χάριν, δεν γουστάρουμε τις δουλειές μας γιατί επιλέγουμε δουλειές που δεν μας αρέσουν. Έτσι, διαχωρίζουμε τη δουλειά από τη διασκέδαση.
Όταν, όμως, βρίσκουμε μια δουλειά που έστω σε κάποιο βαθμό είναι διασκεδαστική, όλα γίνονται πιο εύκολα. Κάποιες φορές, αισθάνεσαι πως δεν δουλεύεις καν.
Το ίδιο, καλή ώρα, και με τις γλώσσες.
Αν πηγαίνεις στο φροντιστήριο και γράφεις με μολύβι σε εκείνα τα σπαστικά βιβλία με τις ασκήσεις, τότε πιθανότατα κάνεις μια αγγαρεία. Και απλά περιμένεις να τελειώσεις το μάθημα, για να πας σπίτι και να δεις την αγαπημένη σου σειρά – με υπότιτλους.
Φίλε, αφού σου αρέσει τόσο πολύ να βλέπεις ξένες σειρές, τότε δεν είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να τις δεις στην γλώσσα τους; Στη χειρότερη, βάλε υπότιτλους στα Αγγλικά (η σε όποια γλώσσα μαθαίνεις).
Ο λόγος που μετά από 6 χρόνια Γαλλικά δεν είχα άνεση, ενώ το Proficiency το πήρα σε 2 χρόνια είναι, πολύ απλά, το ότι έπαιζα video games τα οποία ήταν αναγκαστικά στα Αγγλικά και διάβαζα στο internet ξένα forum που και πάλι ήταν αναγκαστικά στα Αγγλικά. Η, θυμάμαι, έβλεπα ανιμέ (Ιαπωνικά animation) με Αγγλικούς υπότιτλους, γιατί μόνο έτσι γινόταν να τα δω.
Για να έχω πρόσβαση στα πράγματα που μου άρεσαν, αναγκαζόμουν να μάθω. Και κάποια στιγμή, απλά κατέληξα να ξέρω.
Αν, από τη άλλη, επέμενα να ψάχνω Ελληνικές πηγές και υπότιτλους, τότε ακόμη θα αντέγραφα τα ανώμαλα ρήματα.
Λάθος 3: Μην τολμήσεις ποτέ να μιλήσεις τη γλώσσα δημοσίως.
Τώρα, εντάξει, το να βλέπεις ταινίες ή να παίζεις games, είναι μια υπέροχη, entertaining μέθοδος για να μάθεις παθητικά μια γλώσσα.
Γιατί, όταν καταναλώνεις περιεχόμενο, χτίζεις το λεγόμενο “παθητικό” λεξιλόγιο. Αυτό, φυσικά, είναι καλύτερο από το τίποτα, αλλά η γλώσσα είναι αμφίδρομο μέσο. Όσο κι αν καταλαβαίνεις όταν ακούς, άλλο τόσο πρέπει και να μπορείς και να μιλήσεις.
Αυτό, μέσα από την εμπειρία μου, αλλά και από τη κοινή λογική, δεν γίνεται μονάχα με ταινίες και με internet. Ο μόνος τρόπος για να μάθεις να μιλάς είναι να μιλήσεις. Ακόμη ένα από τα πράγματα στη ζωή για το οποίο όλοι ψάχνουν έναν σύντομο δρόμο που απλά δεν υπάρχει.
Μια ξένη γλώσσα, είτε την μιλάς (και γράφεις σε αυτή) είτε όχι. Ο γραπτός λόγος έχει πολλές μεγάλες διαφορές από τον προφορικό, με μεγαλύτερη την ταχύτητα με την οποία πρέπει να σκεφτείς όταν μιλάς.
Το καλό είναι, ότι σε καθημερινή βάση, δεν παίζει να χρειάζεσαι πάνω από χίλιες βασικές λέξεις για να πεις τα περισσότερα πράγματα.
Με αυτό, και μαζί με μια βασική (ούτε καν τέλεια) κατανόηση της γραμματικής, μπορείς απλά να ξεκινήσεις.
Και μέσα από τις πρώτες σου συνομιλίες και τις περίεργες συντακτικές δομές που θα φτιάχνεις με συμφραζόμενα για να πεις κάτι που δεν ξέρεις, ο εγκέφαλός σου θα κουράζεται σαν gaming laptop που τρέχει το Witcher σε Emulator του PS4, θα βγάζει καπνούς και την επόμενη μέρα, μετά από τον ύπνο, θα έχεις φτιάξει νέες δενδρικές νευροδομές που θα ζητάνε τον λογαριασμό στα Γερμανικά με πιο αποδοτικό τρόπο.
Λάθος 4: Μην κάνεις ποτέ λάθη.
Είναι αδύνατον να μιλήσεις μια νέα γλώσσα χωρίς να κάνεις λάθη. Πολλά, αμέτρητα λάθη. “Θέλω πάρει μια τηλέφωνο”. “Ποια δρόμο πάει σπίτι”. Αυτού το στυλ. Έτσι θα σε ακούνε οι ξένοι, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Εάν ντρέπεσαι να μιλήσεις από νωρίς, τότε είτε δεν θα μάθεις ποτέ τη γλώσσα, είτε θα αργήσεις πολύ (μέχρι τη στιγμή που θα ξεντραπείς δηλαδή).
Κανείς δεν διάβαζε βιβλία για δύο χρόνια και μετά βγήκε εκεί έξω και μαγικά μίλησε τέλεια. Κανείς, πέραν από τους αποστόλους του Χριστού.
Λάθος 5: Διάβαζε άρθρα στο internet μόνο στα Ελληνικά.
Όπως ήδη είπαμε, για να κάνει ένας άνθρωπος κάτι καλά, πρέπει να κάνει αυτό που του αρέσει.
Ε, όταν η βασική μας πηγή ικανοποίησης είναι να σερφάρουμε στο Facebook (και στα τρωκτικά blog που ξεπετιούνται από την κόλαση του click-bait) τότε δεν θα ήταν έξυπνο να συνδυάσουμε το tech-νον μετά του ωφελίμου;
Αφού θες να βλέπεις κουτσομπολιά, κάνε follow τότε π.χ. Ιταλικά κουτσομπολίστικα site. Στο επόμενο Bunga-Bunga θα μιλάς στον Σίλβιο στη γλώσσα του. Αν θες να μάθεις καλά Αγγλικά, είσαι επίσης τυχερός: Η Αγγλία φημίζεται για τις κίτρινες φυλλάδες της. Κάνε follow όλη την κιτρινίλα και μάθε πότε χώρισε ο Τομ Κρουζ ή ποιο προφίλ του κώλου της ασφάλισε η Καρντάσιαν.
Μήπως προτιμάς βιντεάκια; Είσαι από εκείνη τη φάρα που βλέπει beauty bloggers; Κάθε χώρα έχει τους δικούς της. Σπάσε χοντρή πλάκα και μάθε μια νέα γλώσσα βλέποντας “haul” βίντεο από του διαόλου το κέρατο.
Κάνε αυτή την άρρωστη απόλαυση να σου προσφέρει τουλάχιστον κάτι καλό.
Λάθος 6: Μην μείνεις ποτέ στην χώρα που μιλιέται η γλώσσα.
Η αλήθεια είναι, πως όσα βιντεάκια ή σειρές κι αν δεις, τίποτε δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για τη μέρα που θα πατήσεις το πόδι σου στην ίδια τη χώρα όπου μιλιέται η γλώσσα.
Πως είναι κάτι μπεκρήδες παπούδες στα Ελληνικά καφενεία, που σου λένε μια πρόταση στην ίδια σου τη γλώσσα και δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Φαντάσου να σου συμβεί το ίδιο σε μια ξένη.
Ακόμη και τα Αγγλικά, με τα οποία όλοι έχουμε μια βασική επαφή, υπάρχει ένα σοκ την πρώτη φορά που ακούς έναν native speaker. Ο τρόπος που προφέρουν τις λέξεις, ή οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν, είναι πράγματα που δεν θα ακούσεις σε ταινίες.
Γι’ αυτό, εάν θες να μάθεις πραγματικά μια γλώσσα, θα πρέπει να περιτριγυριστείς από αυτή. Ένας απλός τρόπος, είναι να πας ένα ταξιδάκι. Ο καλύτερος, όμως, είναι να μείνεις στη χώρα όπου μιλιέται, για τουλάχιστον έναν χρόνο, ίσως και περισσότερο.
Λάθος 7: Μίλα μόνο Αγγλικά στις χώρες που μαθαίνεις τη γλώσσα τους.
Τα Αγγλικά έχουν φτάσει (τουλάχιστον στον κύκλο των ανθρώπων που συναναστρέφομαι) να μη θεωρούνται καν ξένη γλώσσα. Όταν μιλάς Αγγλικά, μιλάς στην γλώσσα που όλοι καταλαβαίνουν. Βασικά, αν δεν μιλάς αξιοπρεπή Αγγλικά, είναι σαν να είσαι εξωγήινος.
Την ίδια στιγμή, υπάρχουν πολλοί νέοι στην Ελλάδα που δεν ξέρουν. Δεν είναι κακό: Οι προτεραιότητες κάποιων στη ζωή είναι διαφορετικές. Ισχύει, όμως, ότι χωρίς Αγγλικά χάνεις μια τεράστια ευκολία επικοινωνίας σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.
Αυτό, όμως, είναι και δίκοπο μαχαίρι. Στο Βερολίνο, για παράδειγμα, μιλάνε όλοι Αγγλικά. Στο ευρύτερο κέντρο, τουλάχιστον, είναι αδύνατον να μην τα καταφέρεις να συνεννοηθείς.
Σε συνδυασμό με το ότι η πόλη είναι κατά το ήμισυ γεμάτη με ξένους, συν το ότι τα Γερμανικά είναι από τις δύσκολες Ευρωπαϊκές γλώσσες, οδηγεί σε ανθρώπους που μένουν εδώ για χρόνια, και δεν μιλάνε γρι Γερμανικά.
Ποιος φταίει γι’ αυτό; Οι ίδιοι.
Το να μένεις σε μια χώρα σου δίνει το απόλυτο εργαλείο για να μάθεις τη γλώσσα της. Είναι σαν “να βλέπεις ταινίες χωρίς υπότιτλους”. Η ίδια η ανάγκη του να ζήσεις και π.χ. να ψωνίσεις από το σούπερ μάρκετ σε βάζει στη διαδικασία να μάθεις μερικές λέξεις, μετά ολόκληρες προτάσεις και μετά να βγάζεις νόημα.
Γενικά, αρκεί να έχεις εκείνη την γραμματική βάση των 6 μηνών φροντιστηρίου, και μετά με σχετικά λίγη προσπάθεια, θα μιλάς λίγο καλύτερα κάθε μήνα που ζεις εκεί.
Εκτός, κι αν επιμένεις να μιλάς στα Αγγλικά. Τότε, δεν θα μάθεις ποτέ.
Λάθος 8: Μην κάνεις φίλους από εκείνη τη χώρα.
Επειδή στις περισσότερες καθημερινές καταστάσεις, όπως σε καφετέριες, μαγαζιά και υπηρεσίες, κανένας ξένος δεν θα κάτσει να ανέχεται τις ζωώδεις, ακατανόητες κραυγές σου (την προσπάθεια σου να μιλήσεις τη γλώσσα του), η καλύτερη σου πιθανότητα είναι να βρεις έναν ξένο που από ντροπή θα αναγκαστεί να σε ανέχεται: Αυτό που λέμε “φίλο”, δηλαδή.
Αλλά είναι και λίγο κύκλος: Εάν δεν μιλάς τη γλώσσα δεν κάνεις φίλους από τη χώρα, αλλά από την άλλη χρειάζεσαι φίλους από τη χώρα για να μάθεις να μιλάς τη γλώσσα.
Νομίζω πως δεν είναι τόσο πρόβλημα “αυγού και κότας”, αλλά πιο πολύ θέμα θέλησης. Αν θες π.χ. να μιλήσεις Γερμανικά με Γερμανούς στη Γερμανία, θα το καταφέρεις. Και σε παρέες θα καταφέρεις να μπεις και να τους βάλεις να σου μιλάνε σαν νήπιο για να καταλαβαίνεις.
Δεν παίζει, όμως, αυτό να συμβεί από μόνο του. Καμία τυχαία παρέα δεν θα σου χτυπήσει την πόρτα και θα σου πει: “Hallo lieber Freund! Ela na kouventiaßoume stin perifani mou glossa.”
Αυτό θα πρέπει να το ζητήσεις εσύ και πολλές φορές να επιμείνεις. Και όταν το καταφέρεις, θα έχεις έναν φίλο που θα σε ακούσει, που θα μιλάει μαζί σου και που, πάνω απ’ όλα, θα έχει την άνεση να σε διορθώνει.
Λάθος 9: Σπάσου όταν σε διορθώνουν.
Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: Αυτοί που όταν μιλάς χάλια απλά χαμογελάνε και κάνουν ότι σε κατάλαβαν και αυτοί που διορθώνουν κάθε σου λάθος άρθρο και κλίση πριν καν προλάβεις να τελειώσεις.
Οι πρώτοι σου δίνουν μια υπέροχη αίσθηση άνεσης, αφού κάποια στιγμή καταλήγεις να νομίζεις πως μιλάς ακόμη και καλά, ενώ οι άλλοι πολλές φορές σου ανεβάζουν τους παλμούς και αφήνουν στην παλάμη σου ματωμένα σημάδια από τα νύχια που μπήγεις για να μη τους δείρεις.
Ποιό από τα δύο είναι καλύτερο;
Νομίζω πως κάθε αντιμετώπιση έχει την ώρα της. Όταν, για παράδειγμα, πίνεις μπύρες και προσπαθείς να πεις μια μαλακία, ο σκοπός σου δεν είναι να την πεις γραμματικώς σωστά, αλλά να μεταφέρεις την εικόνα από τότε που ο χαζός ο Johan βούτηξε με το κεφάλι στην τουαλέτα. Αν κάποιος κολλήσει στη λάθος κλίση, απλά χαλάει το vibe.
Από τη άλλη, όμως, όταν υπάρχει χρόνος κι εσύ προσπαθείς να μάθεις, ο πρηξαρχίδης grammar nerd, θα είναι ακριβώς ο άνθρωπος που θα σε κάνει να μάθεις κάτι.
Σε διορθώνει δέκα φορές για το ίδιο πράγμα; Ε τότε, φίλε, ήρθε η ώρα να σταματήσεις να κάνεις το ίδιο λάθος.
Όταν προσπαθείς να μάθεις μια ξένη γλώσσα, όπως και στα περισσότερα πράγματα όπου θέλεις να γίνεις καλύτερος, πρέπει να μάθεις να αφήνεις τον εγωισμό σου στην άκρη.
Και όταν κάποιος σε διορθώνει, καλό είναι να του λες και ευχαριστώ.
Λάθος 10: Μάθε μια γλώσσα μονάχα γιατί είναι “καλή για το βιογραφικό”.
Όποιος πει ότι τα πτυχία ξένων γλωσσών δεν προσφέρουν άμεση και καλοπληρωμένη δουλειά, τότε πρέπει να ανοίξει τα μάτια του. Τόσοι και τόσοι δάσκαλοι ξένων γλωσσών χτίσαν σπίτια κάνοντας μαθήματα για πτυχία.
Όσον αφορά τους πτυχιούχους των γλωσσών, όμως, δεν νομίζω πως ισχύει το ίδιο.
Ο πλανήτης δεν είναι Ελληνικό δημόσιο. Το ελληνικό δημόσιο είναι κάτι σαν το μυαλό της γυναίκας: Δημιουργεί τη δική του πραγματικότητα διαστρεβλώνοντας την αλήθεια.
Στο δημόσιο, ακόμη κι αν νομίζεις ότι το Αγγλικό “I…” αποτελεί ξεκίνημα μπινελικίου, αρκεί ένα τυπωμένο Lower για να αξιολογηθείς ως καλός γνώστης.
Από την άλλη, στην πραγματική ζωή, αυτό που μετράει είναι το να ξέρεις μια γλώσσα πραγματικά, είτε με πτυχίο είτε χωρίς. Το ανάποδο, όχι.
Οπότε, εφόσον ο σκοπός σου είναι να μάθεις μια γλώσσα, θα πρέπει να βρεις τον πιο εύκολο και αποδοτικό τρόπο για να το κάνεις. Αυτός, όπως ήδη είπαμε, είναι να σου αρέσει.
Εάν το βλέπεις ως αγγαρεία, καλύτερα να φας τον χρόνο σου είτε σε μια γλώσσα που σου αρέσει περισσότερο, ή διαφορετικά, να βρεις κάποιο άλλο χόμπι που θα βοηθήσει στην καριέρα σου (π.χ. παρέα με πλούσιους φίλους).
Ώρα για ιστοριούλα.
Στη ζωή μου, ήρθα σε επαφή με τέσσερις ξένες γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά και Γερμανικά.
Με τα Γαλλικά πέρασα πολλά χρόνια, χωρίς το ανάλογο αποτέλεσμα, γιατί απλώς με έστειλε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός. Με τα Αγγλικά, από την άλλη, ήμουν πάντα καλός γιατί σχετίζονταν με πράγματα που μου άρεσαν (κυρίως με την τεχνολογία).
Γερμανικά έκανα στο σχολείο και επειδή είχα αποκτήσει μια βάση, αποφάσισα να πάρω και ένα πτυχίο. Το πως το πήρα το Certifiκat, μόνο ένας Gott το ξέρει. Έπρεπε όμως να έρθω στη Γερμανία, για να βρω κάποιον λόγο για να μιλήσω – και ουσιαστικά για πρώτη φορά να μάθω.
Όταν ασχολήθηκα με τα Ιταλικά, που ήταν και η τελευταία (χρονικά) γλώσσα που ασχολήθηκα, ήμουν εικοσικάτι χρονών. Ήξερα ήδη κάποια από τα πράγματα που έγραψα στο άρθρο και συγκεκριμένα, το ότι το φροντιστήριο σε πάει μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο, το ότι πρέπει να μιλήσεις τη γλώσσα με ντόπιους και τέλος, το ότι δεν υπάρχει λόγος να κάνεις κάτι τόσο απαιτητικό, όπως το να μάθεις μια ξένη γλώσσα, εάν δεν σου αρέσει πραγματικά.
Ο λόγος που επέλξα τα Ιταλικά, ήταν επειδή εκείνον τον καιρό ασχολούμουν με το αντρικό ντύσιμο. Όχι για βιογραφικό, όχι για να ρίξω Ιταλίδες (αν και είναι καλή παρενέργεια). Απλώς γιατί η L’Uomo Vogue ήταν γραμμένη στα Ιταλικά.
Έτσι, κάπου στο τρίτο έτος του πανεπιστημίου, γράφτηκα σε ένα φροντιστήριο. Το ότι ήξερα κάποια Γαλλικά (έχουν παρόμοιο λεξιλόγιο), με βοήθησε να μπω γρήγορα στο νόημα. Μαθήματα έκανα περίπου για ένα χρόνο, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα να ασχοληθώ με κάποιο πτυχίο. Τα πτυχία, απλώς δεν με ενδιέφεραν πια. Όταν αποφάσισα όταν το φροντιστήριο μου είχε δώσει ότι μπορούσε, σταμάτησα.
Τον επόμενο χρόνο, όμως, διάβαζα συνέχεια Ιταλικά: Αγόραζα Ιταλικά περιοδικά, έβλεπα Ιταλικά βίντεο, έμπαινα σε Ιταλικά site.
Και την Άνοιξη έκλεισα εισιτήρια για Ρώμη.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο Ciampino. Ήθελα να ρωτήσω πως θα πήγαινα στο κέντρο και γι’ αυτό στάθηκα μπροστά σε ένα γραφείο πληροφοριών. Θυμάμαι να νιώθω ένα σφίξιμο στην κοιλιά μου, ένα έντονο άγχος, όταν πήγα να μιλήσω στα Ιταλικά στον άνθρωπο πίσω από το γκισέ. Θα μπορούσα απλά να το πω στα Αγγλικά, σκέφτηκα. Θα ήταν πιο εύκολο και δεν θα υπήρχε περιθώριο παρεξήγησης. Στην τελική, σε γραφείο πληροφοριών δούλευε. Η δουλειά του ήταν να μιλάει στα Αγγλικά με ξένους.
Τότε, όμως, κατάλαβα ότι αν ξεκινούσα έτσι, δεν θα μάθαινα ποτέ. Γι’ αυτό, έπνιξα τον φόβο μου, και απλά τον ρώτησα στη γλώσσα του. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όλα πήγαν καλά.
Και για τις επόμενες μέρες, μιλούσα μόνο Ιταλικά. Εφόσον μπορούσα να πω αυτό που ήθελα, δεν με ένοιαζε αν έκανα λάθη. Έλεγα απλώς “έναν καφέ” ή “ευχαριστώ”; Μου αρκούσε.
Με τις μέρες να περνάνε και έχοντας γύρω μου συνέχεια τη γλώσσα, σε ταμπέλες, ήχους και εφημερίδες, άρχισα να αισθάνομαι μια άνεση.
Την προτελευταία μέρα, περπατούσα στο Trastevere. Έχοντας ήδη κουραστεί από το πολύ περπάτημα, αποφάσισα να μπω σε ένα βιβλιοπωλείο στην πλατειούλα που έμενε ανοιχτό μέχρι αργά.
‘Ηταν ένα ήσυχο, μικρό μαγαζί, ή ίσως φαίνονται μικρό από τα βιβλία που γέμιζαν τον χώρο. Σε ένα από τα ράφια, είδα μαζεμένες τις Ιταλικές εκδόσεις των βιβλίων του Μουρακάμι, που τότε διάβαζα φανατικά.
Κάποια στιγμή, ήρθε δίπλα μου ο ιδιοκτήτης και με ρώτησε αν έψαχνα κάτι συγκεκριμένο. «Ένα καλό μυθιστόρημα από Ιταλό συγγραφέα» του είπα, «αλλά σε σχετικά απλή γλώσσα, γιατί ακόμη μαθαίνω».
«Κατάλαβα τι θες» μου είπε, και έβγαλε από ένα ράφι ένα μικρό πράσινο βιβλίο. Ήταν ένα βιβλίο του Ennio Flaiano, με τίτλο Diario Notturno.
Συνηθισμένος από την άνεσή μου με τις απλές προτάσεις, τον ρώτησα: «Τι συγγραφέας είναι αυτός;» Και εκείνος, ξεχνώντας λογικά πως ακόμα μάθαινα, άρχισε να μου αναλύει την ιστορία του Flaviano, το γλωσσικό του στυλ, το γιατί έγραφε σε απλή γλώσσα… και έλεγε, και έλεγε…
Το μυαλό μου, στην προσπάθεια να επεξεργαστεί τις προτάσεις του Ιταλού βιβλιοπώλη, ανέβασε στροφές και ένιωσα να πονοκεφαλιάζω. Δεν τον διέκοψα, όμως. Τον άφησα να μιλήσει και απλώς προσπαθούσα να συγκρατήσω όσα περισσότερα γινόταν. Κάποιες λέξεις ή εκφράσεις του, δεν τις ήξερα, αλλά κατά κύριο λόγο, τον καταλάβαινα.
Αυτός ο Ιταλός βιβλιοπώλης, μου μιλούσε στη δική του γλώσσα, για το λογοτεχνικό στυλ ενός συγγραφέα, και εγώ μπορούσα να του απαντήσω.
Εκείνη τη μέρα, κατάλαβα πως “μιλούσα” Ιταλικά.
Από τότε, έχω αλλάξει πολλές φορές άποψη για το τι σημαίνει να “μιλάς” μια γλώσσα. Υπό κάποιες συνθήκες, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μιλούν καλά ούτε τη μητρική τους. Υπό άλλες, μπορεί κανείς να “μιλάει” μια ξένη γλώσσα, χωρίς αναγκαστικά να καταλαβαίνει τα πάντα.
Αυτό, καταλήγει να είναι κάτι σχετικό.
Το μόνο που δεν αλλάζει, όμως, είναι το τι πρέπει να κάνει κανείς για να μάθει. Σε πράγματα, όπως τις γλώσσες, δεν υπάρχουν συντομεύσεις. Η, ίσως, υπάρχει μόνο μια – και μεγάλη: Το να ξεκινήσεις να “μιλάς” νωρίς.
Κι όλα τα άλλα, είναι απλά δικαιολογίες.
teleio simfono me ola mpravo